φιλεπίσκοπος

φιλεπίσκοπος
ὁ, ἡ, Μ
αυτός που τού αρέσει να παρατηρεί τον εαυτό του. («φίλαγνόν τινα καὶ φιλεπίσκοπον», Ιωάνν. Κλίμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἐπίσκοπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”